καλλίτεχνος

καλλίτεχνος
καλλίτεχνος
making beautiful works of art
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλλίτεχνος — η, ο (Α καλλίτεχνος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κατασκευαστεί με καλλιτεχνία αρχ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ καλλίτεχνος αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο καλλιτέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό τεχνος,… …   Dictionary of Greek

  • καλλιτέχνους — καλλίτεχνος making beautiful works of art masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίτεχνοι — καλλίτεχνος making beautiful works of art masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίτεχνον — καλλίτεχνος making beautiful works of art masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՂԵՑԿԱՐՈՒԵՍՏ — ( ) NBH 1 0538 Chronological Sequence: Unknown date ա. καλλίτεχνος, εὕτεχνος pulchram artem factitans, pulchra artis opera edens Որ ունի արուեստ գովելի, եւ գիտակ է արուեստին. քաջարուեստ. *Որպէս երկրագործ գեղեցկարուեստ. այլ դաւաճանեաց անդաստանին.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”